αἵνω: Difference between revisions
From LSJ
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
(6_2) |
(big3_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἵνω''': [[πτίσσω]] = [[κοσκινίζω]], λικμῶ, «λιχνίζω», Φερεκρ. Ἄδηλ. 18 (παρ’ Εὐστ. Ἰλ. 801, 56)· μολγὸν αἵνειν, παροιμ. ἐπὶ ἀδυνάτου πράγματος, ἴδε Bgk παρὰ Meineke, Κωμ. Ἀποσπ. 2, σ. 988, 1066 κἑξ., Δινδ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. σ. 504 | |lstext='''αἵνω''': [[πτίσσω]] = [[κοσκινίζω]], λικμῶ, «λιχνίζω», Φερεκρ. Ἄδηλ. 18 (παρ’ Εὐστ. Ἰλ. 801, 56)· μολγὸν αἵνειν, παροιμ. ἐπὶ ἀδυνάτου πράγματος, ἴδε Bgk παρὰ Meineke, Κωμ. Ἀποσπ. 2, σ. 988, 1066 κἑξ., Δινδ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. σ. 504 | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> αἴνω Hdn.Gr.2.930<br />[[aventar]] Pherecr.197, cf. Hdn.Gr.l.c.<br /><b class="num">•</b>[[golpear]] Hp. en Gal.19.103, cf. ἥνας· κόψας Phot.η 194.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[ἀνέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 21 August 2017
English (LSJ)
aor. inf.
A ἧναι Hp. ap. Gal.19.103 (glossed by κόψαι), Phot.:— sift, winnow, Pherecr.183, cf. Hdn.Gr.2.930; v. ἀνέω. (Possibly for ϝαν-yω, cf. vannus.)
Greek (Liddell-Scott)
αἵνω: πτίσσω = κοσκινίζω, λικμῶ, «λιχνίζω», Φερεκρ. Ἄδηλ. 18 (παρ’ Εὐστ. Ἰλ. 801, 56)· μολγὸν αἵνειν, παροιμ. ἐπὶ ἀδυνάτου πράγματος, ἴδε Bgk παρὰ Meineke, Κωμ. Ἀποσπ. 2, σ. 988, 1066 κἑξ., Δινδ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. σ. 504
Spanish (DGE)
• Alolema(s): αἴνω Hdn.Gr.2.930
aventar Pherecr.197, cf. Hdn.Gr.l.c.
•golpear Hp. en Gal.19.103, cf. ἥνας· κόψας Phot.η 194.
• Etimología: Cf. ἀνέω.