δερματομαλάκτης: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
(6_14)
(big3_10)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δερματομαλάκτης''': ὁ, δερματουργός, [[σκυτοδέψης]], Σχολ. Πλάτ. Γοργ. σ. 357.
|lstext='''δερματομαλάκτης''': ὁ, δερματουργός, [[σκυτοδέψης]], Σχολ. Πλάτ. Γοργ. σ. 357.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ [[ablandador o suavizador de pieles]], e.e., [[curtidor]] Hsch.s.u. σκυτοδέψης, Sch.Pl.<i>Grg</i>.517e.
}}
}}

Revision as of 12:23, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δερμᾰτομᾰλάκτης Medium diacritics: δερματομαλάκτης Low diacritics: δερματομαλάκτης Capitals: ΔΕΡΜΑΤΟΜΑΛΑΚΤΗΣ
Transliteration A: dermatomaláktēs Transliteration B: dermatomalaktēs Transliteration C: dermatomalaktis Beta Code: dermatomala/kths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A currier, Sch.Pl.Grg.517e.

German (Pape)

[Seite 549] ὁ, Gerber, Schol. Plat. Gorg. p. 357.

Greek (Liddell-Scott)

δερματομαλάκτης: ὁ, δερματουργός, σκυτοδέψης, Σχολ. Πλάτ. Γοργ. σ. 357.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ ablandador o suavizador de pieles, e.e., curtidor Hsch.s.u. σκυτοδέψης, Sch.Pl.Grg.517e.