διαλελυμένως: Difference between revisions

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
(6_6)
(big3_11)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαλελῠμένως''': ἐπίρρ. ([[διαλύω]]) χαλαρῶς, ἀντίθετον τῷ σφοδρῶς, Ἀριστ. Προβλ. 11. 13. ΙΙ. κατὰ διάστασιν, οὐχὶ ἐν συνθέσει, Ἀθήν. 676F· π.χ. πόδας ὠκύς, ἐν συγκρίσει πρὸς τὸ [[ποδώκης]], Εὐστ. 64. 22. 2) ἀσυναιρέτως, ὡς χαλκέα ἀντὶ [[χαλκῆ]], Φρύνιχ. 122, Μοῖρ. 376. ΙΙΙ. ἀντιθ. τῷ ἐμμέτρως, Ἡφαιστίων 5, 7.
|lstext='''διαλελῠμένως''': ἐπίρρ. ([[διαλύω]]) χαλαρῶς, ἀντίθετον τῷ σφοδρῶς, Ἀριστ. Προβλ. 11. 13. ΙΙ. κατὰ διάστασιν, οὐχὶ ἐν συνθέσει, Ἀθήν. 676F· π.χ. πόδας ὠκύς, ἐν συγκρίσει πρὸς τὸ [[ποδώκης]], Εὐστ. 64. 22. 2) ἀσυναιρέτως, ὡς χαλκέα ἀντὶ [[χαλκῆ]], Φρύνιχ. 122, Μοῖρ. 376. ΙΙΙ. ἀντιθ. τῷ ἐμμέτρως, Ἡφαιστίων 5, 7.
}}
{{DGE
|dgtxt=adv. sobre el part. perf. pas. de [[διαλύω]]<br /><b class="num">I</b> [[de manera laxa]], [[relajada]], [[floja]] op. σφοδρῶς Arist.<i>Pr</i>.900<sup>a</sup>24.<br /><b class="num">II</b> [[en estilo conversacional]], [[prosaico]] op. ἐμμέτρως Sch.Heph.p.115, ἐπίτηδες δ. μιμούμενος τὸν πεζὸν λόγον Sch.Ar.<i>Eq</i>.941a.<br /><b class="num">III</b> gram.<br /><b class="num">1</b> [[no formando palabra compuesta]] e.e. [[separadamente]] (ἴων στέφανον op. ἰοστέφανον) Ath.676f, οὐδέποτε ... λέγομεν Σαμοθρᾴκην, ἀλλὰ δ. Sud.s.u. Σάμου, (πόδας ὠκύς op. ποδώκης) Eust.64.22.<br /><b class="num">2</b> [[sin contracción]] χαλκῆν, χρυσῆν, Ἀττικῶς, δ. δὲ Ἕλληνες Moer.376.<br /><b class="num">3</b> [[sin conjunciones]], [[en asíndeton]] op. ὁ συμπλεκτικὸς σύνδεσμος Ph.1.500.
}}
}}

Revision as of 12:24, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαλελῠμένως Medium diacritics: διαλελυμένως Low diacritics: διαλελυμένως Capitals: ΔΙΑΛΕΛΥΜΕΝΩΣ
Transliteration A: dialelyménōs Transliteration B: dialelymenōs Transliteration C: dialelymenos Beta Code: dialelume/nws

English (LSJ)

Adv., (διαλύω)

   A laxly, Arist.Pr.900a24.    II not in composition, Ath.15.676f; e.g. πόδας ὠκύς, as compared with ποδώκης, Eust.64.22.    b in an uncontracted form, e.g. χαλκέα, opp. χαλκῆ, Moer.414.    c without conjunctions, in asyndeton, Ph. 1.500.    III in conversational style, opp. ἐμμέτρως, Sch.Heph. p.115 C., cf. Sch.Ar.Eq.937.

German (Pape)

[Seite 587] getrennt, Gramm., vgl. Ath. XV, 676 f.

Greek (Liddell-Scott)

διαλελῠμένως: ἐπίρρ. (διαλύω) χαλαρῶς, ἀντίθετον τῷ σφοδρῶς, Ἀριστ. Προβλ. 11. 13. ΙΙ. κατὰ διάστασιν, οὐχὶ ἐν συνθέσει, Ἀθήν. 676F· π.χ. πόδας ὠκύς, ἐν συγκρίσει πρὸς τὸ ποδώκης, Εὐστ. 64. 22. 2) ἀσυναιρέτως, ὡς χαλκέα ἀντὶ χαλκῆ, Φρύνιχ. 122, Μοῖρ. 376. ΙΙΙ. ἀντιθ. τῷ ἐμμέτρως, Ἡφαιστίων 5, 7.

Spanish (DGE)

adv. sobre el part. perf. pas. de διαλύω
I de manera laxa, relajada, floja op. σφοδρῶς Arist.Pr.900a24.
II en estilo conversacional, prosaico op. ἐμμέτρως Sch.Heph.p.115, ἐπίτηδες δ. μιμούμενος τὸν πεζὸν λόγον Sch.Ar.Eq.941a.
III gram.
1 no formando palabra compuesta e.e. separadamente (ἴων στέφανον op. ἰοστέφανον) Ath.676f, οὐδέποτε ... λέγομεν Σαμοθρᾴκην, ἀλλὰ δ. Sud.s.u. Σάμου, (πόδας ὠκύς op. ποδώκης) Eust.64.22.
2 sin contracción χαλκῆν, χρυσῆν, Ἀττικῶς, δ. δὲ Ἕλληνες Moer.376.
3 sin conjunciones, en asíndeton op. ὁ συμπλεκτικὸς σύνδεσμος Ph.1.500.