κόρσης: Difference between revisions
From LSJ
κατ' ἐπιταγήν τοῦ αἰωνίου Θεοῦ → by command of the eternal God, by command of God eternal
(6_19) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κόρσης''': -ου, ὁ, ὁ ἔχων τὴν κόμην βραχεῖαν, Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 565Α. | |lstext='''κόρσης''': -ου, ὁ, ὁ ἔχων τὴν κόμην βραχεῖαν, Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 565Α. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κόρσης]], ὁ (Α)<br /><b>ως κύριο όν.</b> <i>ὁ Κόρσης</i> [[παρωνύμιο]] του πρώτου άνδρα που ξύρισε τα γένια του στην Αθήνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κορσῶ</i> «[[κουρεύω]]» υποχωρητικά]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ, nickname of the first man
A who shaved his beard at Athens, Chrysipp.Stoic.3.198.
German (Pape)
[Seite 1487] ὁ, der sich die Haare abschneidet, den Bart sich scheeren läßt, Chrysipp. bei Ath. XIII, 565 a.
Greek (Liddell-Scott)
κόρσης: -ου, ὁ, ὁ ἔχων τὴν κόμην βραχεῖαν, Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 565Α.
Greek Monolingual
κόρσης, ὁ (Α)
ως κύριο όν. ὁ Κόρσης παρωνύμιο του πρώτου άνδρα που ξύρισε τα γένια του στην Αθήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορσῶ «κουρεύω» υποχωρητικά].