κόρσης

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόρσης Medium diacritics: κόρσης Low diacritics: κόρσης Capitals: ΚΟΡΣΗΣ
Transliteration A: kórsēs Transliteration B: korsēs Transliteration C: korsis Beta Code: ko/rshs

English (LSJ)

κόρσου, ὁ, nickname of the first man who shaved his beard at Athens, Chrysipp.Stoic.3.198.

German (Pape)

[Seite 1487] ὁ, der sich die Haare abschneidet, den Bart sich scheeren läßt, Chrysipp. bei Ath. XIII, 565 a.

Greek (Liddell-Scott)

κόρσης: -ου, ὁ, ὁ ἔχων τὴν κόμην βραχεῖαν, Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 565Α.

Greek Monolingual

κόρσης, ὁ (Α)
ως κύριο όν. ὁ Κόρσης παρωνύμιο του πρώτου άνδρα που ξύρισε τα γένια του στην Αθήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορσῶ «κουρεύω» υποχωρητικά].