κόρσης
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
κόρσου, ὁ, nickname of the first man who shaved his beard at Athens, Chrysipp.Stoic.3.198.
German (Pape)
[Seite 1487] ὁ, der sich die Haare abschneidet, den Bart sich scheeren läßt, Chrysipp. bei Ath. XIII, 565 a.
Greek (Liddell-Scott)
κόρσης: -ου, ὁ, ὁ ἔχων τὴν κόμην βραχεῖαν, Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 565Α.
Greek Monolingual
κόρσης, ὁ (Α)
ως κύριο όν. ὁ Κόρσης παρωνύμιο του πρώτου άνδρα που ξύρισε τα γένια του στην Αθήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορσῶ «κουρεύω» υποχωρητικά].