φλεγματιαῖος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(6_4)
(45)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φλεγμᾰτιαῖος''': -α, -ον, ([[φλέγμα]] ΙΙ. 2) ὁ πάσχων ἐκ φλέγματος, ῥαφανῖδες φλεγματιαίοις χρήσιμοι Γεωπον. 12. 22, 2·
|lstext='''φλεγμᾰτιαῖος''': -α, -ον, ([[φλέγμα]] ΙΙ. 2) ὁ πάσχων ἐκ φλέγματος, ῥαφανῖδες φλεγματιαίοις χρήσιμοι Γεωπον. 12. 22, 2·
}}
{{grml
|mltxt=-αία, -ον, ΜΑ<br />αυτός που πάσχει από [[φλέγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φλέγμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:50, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλεγμᾰτιαῖος Medium diacritics: φλεγματιαῖος Low diacritics: φλεγματιαίος Capitals: ΦΛΕΓΜΑΤΙΑΙΟΣ
Transliteration A: phlegmatiaîos Transliteration B: phlegmatiaios Transliteration C: flegmatiaios Beta Code: flegmatiai=os

English (LSJ)

α, ον, (

   A φλέγμα 11.2) suffering from phlegm, v.l. in Gp.12.22.2.

German (Pape)

[Seite 1291] an Schleim leidend, voll Schleim, Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

φλεγμᾰτιαῖος: -α, -ον, (φλέγμα ΙΙ. 2) ὁ πάσχων ἐκ φλέγματος, ῥαφανῖδες φλεγματιαίοις χρήσιμοι Γεωπον. 12. 22, 2·

Greek Monolingual

-αία, -ον, ΜΑ
αυτός που πάσχει από φλέγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλέγμα, -ατος + κατάλ. -ιαῖος].