ἀναστενάχω: Difference between revisions
From LSJ
Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίων † τὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort
(6_14) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναστενάχω''': μετ᾿ αἰτ. προσώπου, [[στενάζω]] διά τινα μεγαλοφώνως, [[γογγύζω]], θρηνῶ μεγαλοφώνως, μετ᾿ αἰτ., Ἰλ. Ψ. 211, οὕτω κατὰ μέσ. τύπον, Σ. 315, 355. | |lstext='''ἀναστενάχω''': μετ᾿ αἰτ. προσώπου, [[στενάζω]] διά τινα μεγαλοφώνως, [[γογγύζω]], θρηνῶ μεγαλοφώνως, μετ᾿ αἰτ., Ἰλ. Ψ. 211, οὕτω κατὰ μέσ. τύπον, Σ. 315, 355. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés.</i><br />gémir sur, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀναστενάχομαι <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[στενάχω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
c. acc. pers.,
A groan aloud over, bemoan, bewail aloud, ib.23.211:—so in Med., 18.315,355.
German (Pape)
[Seite 209] laut beseufzen, bejammern, τινά, Il. 23, 211; auch med., 18, 315. 355, wie Sp. Ep.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναστενάχω: μετ᾿ αἰτ. προσώπου, στενάζω διά τινα μεγαλοφώνως, γογγύζω, θρηνῶ μεγαλοφώνως, μετ᾿ αἰτ., Ἰλ. Ψ. 211, οὕτω κατὰ μέσ. τύπον, Σ. 315, 355.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
gémir sur, acc.;
Moy. ἀναστενάχομαι m. sign.
Étymologie: ἀνά, στενάχω.