λεάζω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue

Source
(6_6)
(22)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λεάζω''': εἶμαι [[λεῖος]], ἀντίθετ. τῷ τρίχας ἔχειν, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 14, 3.
|lstext='''λεάζω''': εἶμαι [[λεῖος]], ἀντίθετ. τῷ τρίχας ἔχειν, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 14, 3.
}}
{{grml
|mltxt=[[λεάζω]] (Α) [[λείος]]<br />[[είμαι]] [[λείος]], [[άτριχος]], δεν έχω [[τρίχες]].
}}
}}

Revision as of 07:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεάζω Medium diacritics: λεάζω Low diacritics: λεάζω Capitals: ΛΕΑΖΩ
Transliteration A: leázō Transliteration B: leazō Transliteration C: leazo Beta Code: lea/zw

English (LSJ)

   A to be smooth, opp. τρίχας ἔχειν, Arist.PA658a21.

Greek (Liddell-Scott)

λεάζω: εἶμαι λεῖος, ἀντίθετ. τῷ τρίχας ἔχειν, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 14, 3.

Greek Monolingual

λεάζω (Α) λείος
είμαι λείος, άτριχος, δεν έχω τρίχες.