παλίνστροφος: Difference between revisions

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
(6_16)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰλίνστροφος''': -ον, = [[παλίνστρεπτος]], Ὀππ. Κυν. 2. 99, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 298.
|lstext='''πᾰλίνστροφος''': -ον, = [[παλίνστρεπτος]], Ὀππ. Κυν. 2. 99, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 298.
}}
{{grml
|mltxt=[[παλίνστροφος]], -ον (ΑΜ, Α και [[παλίστροφος]], -ον)<br />στραμμένος [[προς]] τα [[πίσω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλι]](<i>ν</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>στροφός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στρόφος]] <span style="color: red;"><</span> [[στρέφω]]), <b>πρβλ.</b> <i>αγχί</i>-<i>στροφος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίνστροφος Medium diacritics: παλίνστροφος Low diacritics: παλίνστροφος Capitals: ΠΑΛΙΝΣΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: palínstrophos Transliteration B: palinstrophos Transliteration C: palinstrofos Beta Code: pali/nstrofos

English (LSJ)

ον,

   A = παλίνστρεπτος, Opp.C.2.99; παλίστρ-, Sch. Ar.Nu.298.

German (Pape)

[Seite 450] = παλίνστρεπτος, auch παλίστροφος geschrieben; Opp. Cyn. 2, 99; γνώμη, Schol. Ar. Nubb. 298; a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίνστροφος: -ον, = παλίνστρεπτος, Ὀππ. Κυν. 2. 99, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 298.

Greek Monolingual

παλίνστροφος, -ον (ΑΜ, Α και παλίστροφος, -ον)
στραμμένος προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλι(ν) + -στροφός (< στρόφος < στρέφω), πρβλ. αγχί-στροφος].