κέδρωστις: Difference between revisions
From LSJ
(6_8) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κέδρωστις''': -εως, ἡ, λευκάμπελος, Διοσκ. 4. 184. | |lstext='''κέδρωστις''': -εως, ἡ, λευκάμπελος, Διοσκ. 4. 184. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κέδρωστις]], ἡ (Α)<br />η λευκάμπελος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέδρος]], [[κατά]] το [[άγρωστις]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A bryony, Dsc.4.182.
German (Pape)
[Seite 1411] εως, ἡ, = λευκάμπελος, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
κέδρωστις: -εως, ἡ, λευκάμπελος, Διοσκ. 4. 184.
Greek Monolingual
κέδρωστις, ἡ (Α)
η λευκάμπελος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος, κατά το άγρωστις].