αἱματοπώτης: Difference between revisions

From LSJ

πάντα πόνος τεύχει θνητοῖς μελέτη τε βροτείη → all things are made for mortals by human toil and care

Source
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἱμᾰτοπώτης''': -ου, ὁ πίνων, ῥοφῶν [[αἷμα]], Ἀριστοφ. Ἱπ. 198· κατὰ θηλ. αἱματοπῶτις, ιδος, Μανέθ. 4. 616.
|lstext='''αἱμᾰτοπώτης''': -ου, ὁ πίνων, ῥοφῶν [[αἷμα]], Ἀριστοφ. Ἱπ. 198· κατὰ θηλ. αἱματοπῶτις, ιδος, Μανέθ. 4. 616.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui boit <i>ou</i> suce le sang.<br />'''Étymologie:''' [[αἷμα]], [[πέπωκα]] pf. de [[πίνω]].
}}
}}

Revision as of 19:40, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἱμᾰτοπώτης Medium diacritics: αἱματοπώτης Low diacritics: αιματοπώτης Capitals: ΑΙΜΑΤΟΠΩΤΗΣ
Transliteration A: haimatopṓtēs Transliteration B: haimatopōtēs Transliteration C: aimatopotis Beta Code: ai(matopw/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A blood-drinker, blood-sucker, Ar.Eq. 198:—fem. αἱμᾰτο-πῶτις, ιδος, Man.4.616.

Greek (Liddell-Scott)

αἱμᾰτοπώτης: -ου, ὁ πίνων, ῥοφῶν αἷμα, Ἀριστοφ. Ἱπ. 198· κατὰ θηλ. αἱματοπῶτις, ιδος, Μανέθ. 4. 616.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui boit ou suce le sang.
Étymologie: αἷμα, πέπωκα pf. de πίνω.