νηττοκτόνος: Difference between revisions
From LSJ
Θεοῦ πέφυκε δῶρον εὐγνώμων τρόπος → Donum divinum est bona mens et mores probi → Ein göttliches Geschenk ist einsichtsvolle Art
(6_15) |
(27) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νηττοκτόνος''': ὁ, ὁ φονεύων νήσσας, [[εἶδος]] ἀετοῦ, Aquila naevia, Φιλῆς περὶ ζῴων, 14. 6· - οὕτω νηττο-[[φόνος]], ὁ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 32, 2. | |lstext='''νηττοκτόνος''': ὁ, ὁ φονεύων νήσσας, [[εἶδος]] ἀετοῦ, Aquila naevia, Φιλῆς περὶ ζῴων, 14. 6· - οὕτω νηττο-[[φόνος]], ὁ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 32, 2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νηττοκτόνος]], -ον (Μ)<br /><b>βλ.</b> [[νησσοκτόνος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:02, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
νηττοκτόνος: ὁ, ὁ φονεύων νήσσας, εἶδος ἀετοῦ, Aquila naevia, Φιλῆς περὶ ζῴων, 14. 6· - οὕτω νηττο-φόνος, ὁ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 32, 2.
Greek Monolingual
νηττοκτόνος, -ον (Μ)
βλ. νησσοκτόνος.