Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νηττοκτόνος: Difference between revisions

From LSJ

Θεοῦ πέφυκε δῶρον εὐγνώμων τρόπος → Donum divinum est bona mens et mores probi → Ein göttliches Geschenk ist einsichtsvolle Art

Menander, Monostichoi, 241
(6_15)
 
(27)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''νηττοκτόνος''': ὁ, ὁ φονεύων νήσσας, [[εἶδος]] ἀετοῦ, Aquila naevia, Φιλῆς περὶ ζῴων, 14. 6· - οὕτω νηττο-[[φόνος]], ὁ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 32, 2.
|lstext='''νηττοκτόνος''': ὁ, ὁ φονεύων νήσσας, [[εἶδος]] ἀετοῦ, Aquila naevia, Φιλῆς περὶ ζῴων, 14. 6· - οὕτω νηττο-[[φόνος]], ὁ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 32, 2.
}}
{{grml
|mltxt=[[νηττοκτόνος]], -ον (Μ)<br /><b>βλ.</b> [[νησσοκτόνος]].
}}
}}

Revision as of 12:02, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

νηττοκτόνος: ὁ, ὁ φονεύων νήσσας, εἶδος ἀετοῦ, Aquila naevia, Φιλῆς περὶ ζῴων, 14. 6· - οὕτω νηττο-φόνος, ὁ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 32, 2.

Greek Monolingual

νηττοκτόνος, -ον (Μ)
βλ. νησσοκτόνος.