τριγένεια: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
(6_11)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῐγένεια''': ἡ, τρίτη [[γενεά]], εἰς τρ. μένειν Στράβ. 73. ΙΙ. τριπλοῦν γένος, Ἀπολλ. π. Συντάξ. σ. 134. ΙΙΙ. τρ. ἀγαθῶν, [[τρία]] εἴδη ἀγαθῶν Σέξτ. Ἐμπ. π. ΙΙ. 3. 181.
|lstext='''τρῐγένεια''': ἡ, τρίτη [[γενεά]], εἰς τρ. μένειν Στράβ. 73. ΙΙ. τριπλοῦν γένος, Ἀπολλ. π. Συντάξ. σ. 134. ΙΙΙ. τρ. ἀγαθῶν, [[τρία]] εἴδη ἀγαθῶν Σέξτ. Ἐμπ. π. ΙΙ. 3. 181.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> troisième génération;<br /><b>2</b> <i>t. de gramm.</i> qualité d’un nom à trois genres;<br /><b>3</b> <i>t. stoïcien</i> triple sorte.<br />'''Étymologie:''' [[τριγενής]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριγένεια Medium diacritics: τριγένεια Low diacritics: τριγένεια Capitals: ΤΡΙΓΕΝΕΙΑ
Transliteration A: trigéneia Transliteration B: trigeneia Transliteration C: trigeneia Beta Code: trige/neia

English (LSJ)

ἡ,

   A a third generation, εἰς τ. παραμένειν Str.2.1.14; οἱ ἐκ τριγενείας στιγματίαι v. l. in Ph.2.446; cf. τριγονία.    II threefold gender (implied in one form), A.D. Synt.212.23; τὰ διὰ μιᾶς φωνῆς τριγένειαν ὑπαγορεύοντα Id.Adv.141.22.    III τ. ἀγαθῶν three kinds of goods, Stoic.ap.S.E.P.3.181.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐγένεια: ἡ, τρίτη γενεά, εἰς τρ. μένειν Στράβ. 73. ΙΙ. τριπλοῦν γένος, Ἀπολλ. π. Συντάξ. σ. 134. ΙΙΙ. τρ. ἀγαθῶν, τρία εἴδη ἀγαθῶν Σέξτ. Ἐμπ. π. ΙΙ. 3. 181.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 troisième génération;
2 t. de gramm. qualité d’un nom à trois genres;
3 t. stoïcien triple sorte.
Étymologie: τριγενής.