τριγονία

From LSJ

τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; → what means this uproar and thronging about the house, what means the crowd standing round the house?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐγονία Medium diacritics: τριγονία Low diacritics: τριγονία Capitals: ΤΡΙΓΟΝΙΑ
Transliteration A: trigonía Transliteration B: trigonia Transliteration C: trigonia Beta Code: trigoni/a

English (LSJ)

ἡ, the third generation, πονηρὸς ἐκ τριγονίας D.58.17; ὁ ἐκ τ. ὢν μυροπώλης Hyp.Ath. 19; εἰ Ἀθηναῖοί εἰσιν ἑκατέρωθεν ἐκ τ. Poll.8.85 citing Arist. (who does not use the word in Ath.55.3); οἱ ἐκ τ. (v.l. τριγενείας) στιγματίαι Ph.2.446; ἐκ τ. βασιλεύς Hdn.1.7.4; εἰς τ. παραμένειν, προελθεῖν, Str.11.10.1, 12.2.11, cf. Jul.Or.4.131c; cf. τριγένεια.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
troisième génération, durée de trois générations.
Étymologie: τρίγονος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριγονία -ας, ἡ [τρίγονος] derde generatie.

German (Pape)

ἡ, die dritte Zeugung, Generation; πονηρὸς ἐκ τριγονίας, Dem. 58.17; διὰ τριγονίας ἐκ πολιτῶν γεγονώς, Strab. 4.1.5 A.; vgl. Poll. 8.85; εἰς τριγονίαν τῷ βίῳ κατελθεῖν, Plut. Cat. mai. 15.

Russian (Dvoretsky)

τρῐγονία: ἡ третье поколение: ἐκ τριγονίας Dem., Arst. в третьем поколении; εἰς τριγονίαν τῷ βίῳ κατελθεῖν Plut. прожить три поколения.

Greek Monolingual

ἡ, Α τρίγονος
η τρίτη γενεά.

Greek Monotonic

τρῐγονία: ἡ, η τρίτη γενιά, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐγονία: ἡ, ἡ τρίτη γενεά, πονηρὸς ἐκ τριγονίας Δημ. 1327. 3˙ οἱ Ἀθηναῖοί εἰσιν ἑκατέρωθεν ἐκ τριγ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 374˙ ἐκ τρ. βασιλεὺς Ἡρῳδιαν. 1. 7˙ εἰς τρ. παραμένειν, προελθεῖν Στράβ. 516, 540˙ πρβλ. τριγένεια, τρίδουλος.

Middle Liddell

τρῐγονία, ἡ,
the third generation, Dem. [from τρίγονος