ἀρίς: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρίς''': ἀρίδος, ἡ, τεκτονικὸν [[ἐργαλεῖον]], [[τρύπανον]], κοινῶς «ἀρίδα» καὶ «τρυπάνι» Ἱππ. π. Ἄρθρ. 789, Καλλίας ἐν «Πεδήταις» 5 ([[Πολυδ]]. Ζ΄, 113), Ἀπολλοδ. Πολ. 18C, Ἀνθ. Π. 6. 103, 205· πρβλ. [[φράκτης]].
|lstext='''ἀρίς''': ἀρίδος, ἡ, τεκτονικὸν [[ἐργαλεῖον]], [[τρύπανον]], κοινῶς «ἀρίδα» καὶ «τρυπάνι» Ἱππ. π. Ἄρθρ. 789, Καλλίας ἐν «Πεδήταις» 5 ([[Πολυδ]]. Ζ΄, 113), Ἀπολλοδ. Πολ. 18C, Ἀνθ. Π. 6. 103, 205· πρβλ. [[φράκτης]].
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br />archet de manœuvre d’une tarière <i>ou</i> d’un trépan.<br />'''Étymologie:''' v. [[ἀραρίσκω]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρίς Medium diacritics: ἀρίς Low diacritics: αρίς Capitals: ΑΡΙΣ
Transliteration A: arís Transliteration B: aris Transliteration C: aris Beta Code: a)ri/s

English (LSJ)

[ᾰ], ίδος, ἡ,

   A bow-drill, Hp.Art.12, Call.Com.16, Apollod.Poliorc. 148.7,AP6.103 (Phil.), 205 (Leon.), Heliod. (?)ap.Orib.46.11.7.    II = φράκτης, shrine, Procop.Aed.2.3.    III = δρακοντία μικρά, Ps.-Dsc.2.167, Gal.19.85, PMag.Par.1.2308.    2 = sq., Plin.HN24.151.

German (Pape)

[Seite 351] ίδος, ἡ (ἄρω), ein Werkzeug der Zimmerleute, im plur. unter den τέκτονος ἄρμενα Leon. Tar. 4 (VI, 205); γυρὰς ἀμφιδέτους ἀρίδας Philp. 15 (VI, 103), wohl nach Art der großen Bohrer, wofür auch spricht, daß sie mit einem Riemen gezogen werden, der selbst auch ἀρίς heißt, Hippocr.; vgl. Call. com. Poll. 7, 113.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρίς: ἀρίδος, ἡ, τεκτονικὸν ἐργαλεῖον, τρύπανον, κοινῶς «ἀρίδα» καὶ «τρυπάνι» Ἱππ. π. Ἄρθρ. 789, Καλλίας ἐν «Πεδήταις» 5 (Πολυδ. Ζ΄, 113), Ἀπολλοδ. Πολ. 18C, Ἀνθ. Π. 6. 103, 205· πρβλ. φράκτης.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
archet de manœuvre d’une tarière ou d’un trépan.
Étymologie: v. ἀραρίσκω.