πάτελλα: Difference between revisions

From LSJ

Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein

Menander, Monostichoi, 370
(6_9)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πάτελλα''': ἡ, = [[πατάνη]], Λατιν. patella, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 85., Ι΄, 107· ― ὑποκορ. πᾰτέλλιον, τό, ὁ αὐτ. Ϛ΄, 90.
|lstext='''πάτελλα''': ἡ, = [[πατάνη]], Λατιν. patella, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 85., Ι΄, 107· ― ὑποκορ. πᾰτέλλιον, τό, ὁ αὐτ. Ϛ΄, 90.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />[[πατάνη]], [[πιατέλα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνειο από το λατ. <i>patella</i> (υποκορ. του <i>patera</i> <b>βλ.</b> <i>λ</i>. [[πατάνη]]), απ' όπου το γαλλ. <i>poele</i> «[[τηγάνι]]»].
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάτελλα Medium diacritics: πάτελλα Low diacritics: πάτελλα Capitals: ΠΑΤΕΛΛΑ
Transliteration A: pátella Transliteration B: patella Transliteration C: patella Beta Code: pa/tella

English (LSJ)

[πᾰ], ἡ,

   A dish, Poll.6.85 :—also πάτελλον, τό, BGU 781 vi 2 (i A.D.) :—Dim. πᾰτέλλιον, τό, Poll.6.90, 10.107, Zos.Alch.p.142 B. : also πᾰτᾰγ-ίδιον, Gloss. (-icion cod.) ; cf. βάτελλα.

German (Pape)

[Seite 534] ἡ, = πατάνη, das lat. patella, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πάτελλα: ἡ, = πατάνη, Λατιν. patella, Πολυδ. Ϛ΄, 85., Ι΄, 107· ― ὑποκορ. πᾰτέλλιον, τό, ὁ αὐτ. Ϛ΄, 90.

Greek Monolingual

ἡ, Α
πατάνη, πιατέλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνειο από το λατ. patella (υποκορ. του patera βλ. λ. πατάνη), απ' όπου το γαλλ. poele «τηγάνι»].