ἱμεροδερκής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
(6_8)
(17)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱμεροδερκής''': -ές, ὁ προσβλέπων μὲ [[βλέμμα]] πλῆρες ἐπιθυμίας, Παυλ. Σιλ. Ἄμβων 275.
|lstext='''ἱμεροδερκής''': -ές, ὁ προσβλέπων μὲ [[βλέμμα]] πλῆρες ἐπιθυμίας, Παυλ. Σιλ. Ἄμβων 275.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἱμεροδερκής]], -ές (Α)<br />αυτός που κοιτάζει με [[βλέμμα]] γεμάτο πόθο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἵμερος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δερκής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέρκομαι]] «[[βλέπω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>οξυ</i>-<i>δερκής</i>].
}}
}}

Revision as of 07:19, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1253] ές, sehnsüchtig blickend, Paul. Sil. amb. 275.

Greek (Liddell-Scott)

ἱμεροδερκής: -ές, ὁ προσβλέπων μὲ βλέμμα πλῆρες ἐπιθυμίας, Παυλ. Σιλ. Ἄμβων 275.

Greek Monolingual

ἱμεροδερκής, -ές (Α)
αυτός που κοιτάζει με βλέμμα γεμάτο πόθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵμερος + -δερκής (< δέρκομαι «βλέπω»), πρβλ. οξυ-δερκής].