παράμιλλος: Difference between revisions
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
(6_17) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παράμιλλος''': -ον, ὁ [[ὑπὲρ]] ἅμιλλαν, [[πέραν]] ἁμίλλης, Ἀστυδάμας ἐν Bgk. Lyr. σ. 452 (Σουΐδ. ἐν λ. σαυτὴν ἐπαινεῖς..). | |lstext='''παράμιλλος''': -ον, ὁ [[ὑπὲρ]] ἅμιλλαν, [[πέραν]] ἁμίλλης, Ἀστυδάμας ἐν Bgk. Lyr. σ. 452 (Σουΐδ. ἐν λ. σαυτὴν ἐπαινεῖς..). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[εκτός]] άμιλλας, [[εκτός]] συναγωνισμού, [[απαράμιλλος]]<br /><b>2.</b> αυτός που μετέχει σε διαγωνισμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἄμιλλα</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A beyond rivalry, Astyd. Eleg.3. II entering into competition, κατὰ τὴν τῶν ἀποδείξεων ἀκρίβειαν Iamb.Comm.Math.23.
German (Pape)
[Seite 489] wetteifernd, Suid. v. σαυτὴν ἐπαινεῖς.
Greek (Liddell-Scott)
παράμιλλος: -ον, ὁ ὑπὲρ ἅμιλλαν, πέραν ἁμίλλης, Ἀστυδάμας ἐν Bgk. Lyr. σ. 452 (Σουΐδ. ἐν λ. σαυτὴν ἐπαινεῖς..).
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που είναι εκτός άμιλλας, εκτός συναγωνισμού, απαράμιλλος
2. αυτός που μετέχει σε διαγωνισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἄμιλλα].