ὑψίων: Difference between revisions
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(6_18) |
(44) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑψίων''': -ον, ποιητ. συγκρ. τοῦ ὕψι, Πινδ. Ἀποσπ. 232· πρβλ. [[ὑψίτερος]]. | |lstext='''ὑψίων''': -ον, ποιητ. συγκρ. τοῦ ὕψι, Πινδ. Ἀποσπ. 232· πρβλ. [[ὑψίτερος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὕψιον, Α<br />(συγκριτ. [[βαθμός]]) (<b>ποιητ. τ.</b>) [[ὑψίτερος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συγκρ. [[βαθμός]] του επιρρ. <i>ὕψι</i> (<b>πρβλ.</b> [[καλλίων]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῑ], ον, gen. ονος, poet. Comp. of ὕψι,
A loftier, Pi.Fr.213; cf. ὑψίτερος.
Greek (Liddell-Scott)
ὑψίων: -ον, ποιητ. συγκρ. τοῦ ὕψι, Πινδ. Ἀποσπ. 232· πρβλ. ὑψίτερος.
Greek Monolingual
ὕψιον, Α
(συγκριτ. βαθμός) (ποιητ. τ.) ὑψίτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συγκρ. βαθμός του επιρρ. ὕψι (πρβλ. καλλίων)].