ὑψίων
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
[ῑ], ον, gen. ονος, poet. Comp. of ὕψι, loftier, Pi.Fr.213; cf. ὑψίτερος.
German (Pape)
gen. ονος, poet. Kompar. von ὕψι, höher, Pind. frg. 232.
Russian (Dvoretsky)
ὑψίων: 2, gen. ονος Pind. = ὑψίτερος.
Greek (Liddell-Scott)
ὑψίων: -ον, ποιητ. συγκρ. τοῦ ὕψι, Πινδ. Ἀποσπ. 232· πρβλ. ὑψίτερος.
Greek Monolingual
ὕψιον, Α
(συγκριτ. βαθμός) (ποιητ. τ.) ὑψίτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συγκρ. βαθμός του επιρρ. ὕψι (πρβλ. καλλίων)].