μέσκος: Difference between revisions
From LSJ
(6_3) |
(24) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μέσκος''': «[[κώδιον]], δέρμα, Νίκανδρος» Ἡσύχ. | |lstext='''μέσκος''': «[[κώδιον]], δέρμα, Νίκανδρος» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μέσκος]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κώδιον]], [[δέρμα]], Νίκανδρος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ίσως να πρόκειται για δάνεια λ. ανατολικής προέλευσης (<b>[[πρβλ]].</b> αραμ. <i>mešk</i><i>ā</i>, ακαδ. <i>mašku</i>, αρχ. περσ. <i>mašk</i><i>ā</i> «[[δέρμα]], [[φλοιός]]»). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], πρόκειται για παρεφθαρμένο τ. του [[πέσκος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:37, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A = κῴδιον, Nic.Fr.119.
Greek (Liddell-Scott)
μέσκος: «κώδιον, δέρμα, Νίκανδρος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μέσκος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κώδιον, δέρμα, Νίκανδρος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ίσως να πρόκειται για δάνεια λ. ανατολικής προέλευσης (πρβλ. αραμ. meškā, ακαδ. mašku, αρχ. περσ. maškā «δέρμα, φλοιός»). Κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για παρεφθαρμένο τ. του πέσκος].