ὀρθόκορυς: Difference between revisions

From LSJ

μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon

Source
(6_22)
(29)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρθόκορυς''': -υθος, ὁ, ἡ, «ὁ ὀρθὸν πῖλον ἔχων» Ἡσύχ.
|lstext='''ὀρθόκορυς''': -υθος, ὁ, ἡ, «ὁ ὀρθὸν πῖλον ἔχων» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀρθόκορυς]], -υθος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει ορθή [[περικεφαλαία]] («ὁ ὀρθόν πῑλον ἔχων», <b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κόρυς]], -<i>υθος</i> «[[περικεφαλαία]]» (<b>πρβλ.</b> <i>τρί</i>-<i>κορυς</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθόκορυς Medium diacritics: ὀρθόκορυς Low diacritics: ορθόκορυς Capitals: ΟΡΘΟΚΟΡΥΣ
Transliteration A: orthókorys Transliteration B: orthokorys Transliteration C: orthokorys Beta Code: o)rqo/korus

English (LSJ)

υθος, ὁ, ἡ,

   A having an upright crest, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθόκορυς: -υθος, ὁ, ἡ, «ὁ ὀρθὸν πῖλον ἔχων» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὀρθόκορυς, -υθος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει ορθή περικεφαλαία («ὁ ὀρθόν πῑλον ἔχων», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + κόρυς, -υθος «περικεφαλαία» (πρβλ. τρί-κορυς)].