ὀρθόκορυς

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθόκορυς Medium diacritics: ὀρθόκορυς Low diacritics: ορθόκορυς Capitals: ΟΡΘΟΚΟΡΥΣ
Transliteration A: orthókorys Transliteration B: orthokorys Transliteration C: orthokorys Beta Code: o)rqo/korus

English (LSJ)

υθος, ὁ, ἡ, having an upright crest, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθόκορυς: -υθος, ὁ, ἡ, «ὁ ὀρθὸν πῖλον ἔχων» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὀρθόκορυς, -υθος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει ορθή περικεφαλαία («ὁ ὀρθόν πῖλον ἔχων», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + κόρυς, -υθος «περικεφαλαία» (πρβλ. τρίκορυς)].