παρώπια: Difference between revisions

From LSJ

οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand

Source
(6_21)
(31)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρώπια''': τά, τὰ παρὰ τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν ἵππων καλύμματα, [[Πολυδ]]. Β΄, 53, Ι΄, 54, «[[παρώπια]] καὶ ἀντήλια τὰ παρὰ τὰς ὄψεις τῶν ἵππων δερμάτια» Σουΐδ.
|lstext='''παρώπια''': τά, τὰ παρὰ τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν ἵππων καλύμματα, [[Πολυδ]]. Β΄, 53, Ι΄, 54, «[[παρώπια]] καὶ ἀντήλια τὰ παρὰ τὰς ὄψεις τῶν ἵππων δερμάτια» Σουΐδ.
}}
{{grml
|mltxt=τὰ, Α<br />οι παρωπίδες του αλόγου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώπια</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὤψ</i>, <i>ὤπός</i> «[[μάτι]]» <span style="color: red;"><</span> [[ὄπωπα]]), <b>πρβλ.</b> <i>υπ</i>-<i>ώπια</i>].
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρώπια Medium diacritics: παρώπια Low diacritics: παρώπια Capitals: ΠΑΡΩΠΙΑ
Transliteration A: parṓpia Transliteration B: parōpia Transliteration C: paropia Beta Code: parw/pia

English (LSJ)

τά,

   A blinkers, Poll.2.53, 10.54, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

παρώπια: τά, τὰ παρὰ τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν ἵππων καλύμματα, Πολυδ. Β΄, 53, Ι΄, 54, «παρώπια καὶ ἀντήλια τὰ παρὰ τὰς ὄψεις τῶν ἵππων δερμάτια» Σουΐδ.

Greek Monolingual

τὰ, Α
οι παρωπίδες του αλόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -ώπια (< ὤψ, ὤπός «μάτι» < ὄπωπα), πρβλ. υπ-ώπια].