παρώπια
From LSJ
Σὺν τοῖς φίλοισιν εὐτυχεῖν ἀεὶ θέλε → Bona sine amicis noli fortuna frui → Mit deinen Freunden wolle immer glücklich sein
English (LSJ)
τά, blinkers, Poll.2.53, 10.54, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
παρώπια: τά, τὰ παρὰ τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν ἵππων καλύμματα, Πολυδ. Β΄, 53, Ι΄, 54, «παρώπια καὶ ἀντήλια τὰ παρὰ τὰς ὄψεις τῶν ἵππων δερμάτια» Σουΐδ.
Greek Monolingual
τὰ, Α
οι παρωπίδες του αλόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -ώπια (< ὤψ, ὤπός «μάτι» < ὄπωπα), πρβλ. υπώπια].