θεοκρήπις: Difference between revisions
From LSJ
Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund
(6_12) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θεοκρήπῑς''': ῑδος, θεμελιωθεὶς ὑπὸ θεοῦ, ναετῆρα θεοκρήπιδος Ἀθήνης Νόνν. Δ. 24. 96. | |lstext='''θεοκρήπῑς''': ῑδος, θεμελιωθεὶς ὑπὸ θεοῦ, ναετῆρα θεοκρήπιδος Ἀθήνης Νόνν. Δ. 24. 96. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θεοκρήπις]], -ιδος, ή (Α)<br />(για [[πόλη]] ή [[κτίσμα]]) αυτή που ιδρύθηκε ή θεμελιώθηκε από θεό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κρήπις</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κρηπίς]] «[[βάση]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αλι</i>-<i>κρήπις</i>, <i>εϋ</i>-<i>κρήπις</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:17, 29 September 2017
English (LSJ)
ῑδος, ἡ,
A founded by a god, of Athens, Nonn.D.24.96.
German (Pape)
[Seite 1196] ιδος, von Gott gegründet, Ἀθήνη Nonn. D. 24, 96.
Greek (Liddell-Scott)
θεοκρήπῑς: ῑδος, θεμελιωθεὶς ὑπὸ θεοῦ, ναετῆρα θεοκρήπιδος Ἀθήνης Νόνν. Δ. 24. 96.
Greek Monolingual
θεοκρήπις, -ιδος, ή (Α)
(για πόλη ή κτίσμα) αυτή που ιδρύθηκε ή θεμελιώθηκε από θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -κρήπις (< κρηπίς «βάση»), πρβλ. αλι-κρήπις, εϋ-κρήπις].