ἐμβαδομετρικός: Difference between revisions
From LSJ
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
(6_10) |
(big3_14b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμβαδομετρικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὴν ἐμβαδομετρίαν, Ἥρων Νεώτ. 45. 18. | |lstext='''ἐμβαδομετρικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὴν ἐμβαδομετρίαν, Ἥρων Νεώτ. 45. 18. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br />metrol. [[de superficie]], [[cuadrado]] ἐμβαδομετρικοὶ πόδες pies cuadrados</i> Didym.<i>Mens</i>.15, cf. 14, 17, 33<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἐ. [[medida de superficies]] [[γένη]] δὲ τῆς μετρήσεως ...· εὐθυμετρικόν, ἐμβαδομετρικόν, στερεομετρικόν Hero <i>Geom</i>.3.18, cf. 20, <i>Def</i>.133.2, Didym.<i>Mens</i>.1. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 21 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A belonging to the measuring of surfaces, Hero*Deff.133.
German (Pape)
[Seite 803] ή, όν, zur Flächenmessung gehörig, Math.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμβαδομετρικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὴν ἐμβαδομετρίαν, Ἥρων Νεώτ. 45. 18.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
metrol. de superficie, cuadrado ἐμβαδομετρικοὶ πόδες pies cuadrados Didym.Mens.15, cf. 14, 17, 33
•subst. τὸ ἐ. medida de superficies γένη δὲ τῆς μετρήσεως ...· εὐθυμετρικόν, ἐμβαδομετρικόν, στερεομετρικόν Hero Geom.3.18, cf. 20, Def.133.2, Didym.Mens.1.