Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λοιδορητικός: Difference between revisions

From LSJ
(6_10)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λοιδορητικός''': -ή, -όν, [[ὑβριστικός]], Ἀριστοφ. Ἠθ. 2. 3, 12.
|lstext='''λοιδορητικός''': -ή, -όν, [[ὑβριστικός]], Ἀριστοφ. Ἠθ. 2. 3, 12.
}}
{{grml
|mltxt=[[λοιδορητικός]], -ή, -όν (Α) [[λοιδορώ]]<br />[[υβριστικός]], [[ονειδιστικός]].
}}
}}

Revision as of 07:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοιδορητικός Medium diacritics: λοιδορητικός Low diacritics: λοιδορητικός Capitals: ΛΟΙΔΟΡΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: loidorētikós Transliteration B: loidorētikos Transliteration C: loidoritikos Beta Code: loidorhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A abusive, Arist.EE1221b14, Phld.Ir.p.72 W., Iamb.VP30.171, Sch.Heph.p.300 C.

Greek (Liddell-Scott)

λοιδορητικός: -ή, -όν, ὑβριστικός, Ἀριστοφ. Ἠθ. 2. 3, 12.

Greek Monolingual

λοιδορητικός, -ή, -όν (Α) λοιδορώ
υβριστικός, ονειδιστικός.