ἐκθηριόομαι: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
(6_20)
 
(4)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκθηριόομαι''': παθ., [[γίνομαι]] [[ὅλως]] [[θηριώδης]], ἐξαγριοῦμαι, Λατ. efferari, Εὐρ. Βάκχ. 1332, Φίλων 1. 430 - τὸ ἐνεργ. ἀπαντᾷ παρὰ Τζέτζῃ (Ἱστ. 3. 948: «[[μήπως]] ἐκθηριώσωσιν ἐκείνους τῇ βαδίσει»).
|lstext='''ἐκθηριόομαι''': παθ., [[γίνομαι]] [[ὅλως]] [[θηριώδης]], ἐξαγριοῦμαι, Λατ. efferari, Εὐρ. Βάκχ. 1332, Φίλων 1. 430 - τὸ ἐνεργ. ἀπαντᾷ παρὰ Τζέτζῃ (Ἱστ. 3. 948: «[[μήπως]] ἐκθηριώσωσιν ἐκείνους τῇ βαδίσει»).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκθηριόομαι:''' Παθ., [[γίνομαι]] ολοκληρωτικά [[θηρίο]], εξαγριώνομαι, Λατ. efferari, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 22:28, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ἐκθηριόομαι: παθ., γίνομαι ὅλως θηριώδης, ἐξαγριοῦμαι, Λατ. efferari, Εὐρ. Βάκχ. 1332, Φίλων 1. 430 - τὸ ἐνεργ. ἀπαντᾷ παρὰ Τζέτζῃ (Ἱστ. 3. 948: «μήπως ἐκθηριώσωσιν ἐκείνους τῇ βαδίσει»).

Greek Monotonic

ἐκθηριόομαι: Παθ., γίνομαι ολοκληρωτικά θηρίο, εξαγριώνομαι, Λατ. efferari, σε Ευρ.