ὄχησις: Difference between revisions

From LSJ
(6_9)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὄχησις''': ἡ, ([[ὀχέω]]) τὸ φέρειν, μεταφέρειν, μεταβίβασις, Πλάτ. Τίμ. 89Α. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) τὸ μεταφέρεσθαι, Ἀριστ. Φυσ. 7. 2, 6· ἵππων ὀχήσεις, ἱππασίας, Πλάτ. Πολ. 452C· ὄχησιν ποιεῖσθαι = ὀχεῖσθαι, Στράβ. 155· ἡ ὄχ. πλείστη ἐπὶ τοῦ ὑγιέος σκέλεος, ἐπὶ χωλῶν, τὸ βάρος τοῦ σώματος ῥίπτεται εἰς τὸ ὑγιὲς [[σκέλος]] κατὰ τὸ [[βάδισμα]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 819.
|lstext='''ὄχησις''': ἡ, ([[ὀχέω]]) τὸ φέρειν, μεταφέρειν, μεταβίβασις, Πλάτ. Τίμ. 89Α. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) τὸ μεταφέρεσθαι, Ἀριστ. Φυσ. 7. 2, 6· ἵππων ὀχήσεις, ἱππασίας, Πλάτ. Πολ. 452C· ὄχησιν ποιεῖσθαι = ὀχεῖσθαι, Στράβ. 155· ἡ ὄχ. πλείστη ἐπὶ τοῦ ὑγιέος σκέλεος, ἐπὶ χωλῶν, τὸ βάρος τοῦ σώματος ῥίπτεται εἰς τὸ ὑγιὲς [[σκέλος]] κατὰ τὸ [[βάδισμα]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 819.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de se faire voiturer <i>ou</i> transporter.<br />'''Étymologie:''' [[ὀχέω]].
}}
}}

Revision as of 20:05, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄχησις Medium diacritics: ὄχησις Low diacritics: όχησις Capitals: ΟΧΗΣΙΣ
Transliteration A: óchēsis Transliteration B: ochēsis Transliteration C: ochisis Beta Code: o)/xhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A a being carried, Pl.Ti.89a (pl.), Arist.Ph.243a17; ἵππων ὀχήσεις riding, Pl.R.452c, cf. Phld.Rh.2.197 S.; τὴν ὄχησιν ἐπὶ τῆς γῆς ποιεῖσθαι, = ὀχεῖσθαι, Str.1.3.12; ἡ ὄ. πλείστη ἐπὶ τοῦ ὑγιέος σκέλεος, of lame people, the weight is thrown on the good leg, in walking, Hp. Art.52.

German (Pape)

[Seite 430] ἡ, das Fahren, Reiten; ἵππων, Plat. Rep. V, 452 c; ὄχησιν ποιεῖσθαι, = ὀχεῖσθαι, Strab.

Greek (Liddell-Scott)

ὄχησις: ἡ, (ὀχέω) τὸ φέρειν, μεταφέρειν, μεταβίβασις, Πλάτ. Τίμ. 89Α. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) τὸ μεταφέρεσθαι, Ἀριστ. Φυσ. 7. 2, 6· ἵππων ὀχήσεις, ἱππασίας, Πλάτ. Πολ. 452C· ὄχησιν ποιεῖσθαι = ὀχεῖσθαι, Στράβ. 155· ἡ ὄχ. πλείστη ἐπὶ τοῦ ὑγιέος σκέλεος, ἐπὶ χωλῶν, τὸ βάρος τοῦ σώματος ῥίπτεται εἰς τὸ ὑγιὲς σκέλος κατὰ τὸ βάδισμα, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 819.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de se faire voiturer ou transporter.
Étymologie: ὀχέω.