ἁγιάζω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁγιάζω''': μεταγεν. [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ [[ἁγίζω]], Ἀνθ. Π. παράρτ. 339, Ἑβδ., Κ. Δ., Ἐκκλ.· - παρὰ Διον. Ἁλ. 7.72, τῶν ἁγιαζομένων, πιθαν. ἔπρεπε νὰ διορθωθῇ ἁγνιζομένων· πρβλ. περιαγνίσαντες, [[αὐτόθι]] ὀλίγον ἀνωτέρω�.
|lstext='''ἁγιάζω''': μεταγεν. [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ [[ἁγίζω]], Ἀνθ. Π. παράρτ. 339, Ἑβδ., Κ. Δ., Ἐκκλ.· - παρὰ Διον. Ἁλ. 7.72, τῶν ἁγιαζομένων, πιθαν. ἔπρεπε νὰ διορθωθῇ ἁγνιζομένων· πρβλ. περιαγνίσαντες, [[αὐτόθι]] ὀλίγον ἀνωτέρω�.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> sanctifier, consacrer comme saint, consacrer ; SEPT mettre à part comme consacré à Dieu;<br /><b>2</b> souiller.<br />'''Étymologie:''' [[ἅγιος]].
}}
}}

Revision as of 19:21, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁγιάζω Medium diacritics: ἁγιάζω Low diacritics: αγιάζω Capitals: ΑΓΙΑΖΩ
Transliteration A: hagiázō Transliteration B: hagiazō Transliteration C: agiazo Beta Code: a(gia/zw

English (LSJ)

   A = ἁγίζω, LXX Ge.2.3,al., Ph.2.238:—Pass., ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου Ev.Matt.6.9.

German (Pape)

[Seite 14] (ἅγιος), heiligen, weihen, reinigen, N. T.; Pass. verehrt werden, Sp., wie N. T.; bei Dion. H. 7, 2 τὰ ἡγιασμένα, Opfer; ἁγιάζειν μνήμην Ep. ad. 716 (App. 339).

Greek (Liddell-Scott)

ἁγιάζω: μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ ἁγίζω, Ἀνθ. Π. παράρτ. 339, Ἑβδ., Κ. Δ., Ἐκκλ.· - παρὰ Διον. Ἁλ. 7.72, τῶν ἁγιαζομένων, πιθαν. ἔπρεπε νὰ διορθωθῇ ἁγνιζομένων· πρβλ. περιαγνίσαντες, αὐτόθι ὀλίγον ἀνωτέρω�.

French (Bailly abrégé)

1 sanctifier, consacrer comme saint, consacrer ; SEPT mettre à part comme consacré à Dieu;
2 souiller.
Étymologie: ἅγιος.