ἐγκατορύσσω: Difference between revisions

From LSJ

Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.

Source
(6_5)
(big3_13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκατορύσσω''': Ἀττ. -ττω, [[θάπτω]] ἔν τινι τόπῳ, Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 6. 5.
|lstext='''ἐγκατορύσσω''': Ἀττ. -ττω, [[θάπτω]] ἔν τινι τόπῳ, Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 6. 5.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> át. -ττω<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [perf. med. ἐγκατωρυγμένος Hippol.<i>Haer</i>.5.8.23]<br /><b class="num">1</b> tr. [[enterrar]], [[encerrar]], [[ocultar]] fig. ᾧ (τὸ σῶμα) τὴν παναθλίαν ψυχὴν ἐγκατώρυξαν Ph.<i>Fr.Gen</i>.1.70, τὸν νοῦν ... τῇ κοιλίᾳ Clem.Al.<i>Paed</i>.2.1.18, cf. Clem.Al.<i>Strom</i>.7.15.92, Origenes M.17.141A, (ψυχάς) τῷ τῆς ἀσεβείας ... βαράθρῳ <i>CCP</i> (536) <i>Act</i>.14 (p.41.35).<br /><b class="num">2</b> intr. en v. med. [[enterrarse]], [[ocultarse]] ἐν τοῖς βάθεσι τῆς γῆς <i>CCP</i> (536) <i>Act</i>.14 (p.42.3)<br /><b class="num">•</b>fig., en perf. [[estar enterrado o encerrado]] ἡ ψυχὴ ἐν τῷ σώματι D.H.<i>Rh</i>.6.5, cf. Hippol.l.c., <i>Haer</i>.6.25.4, Iul.<i>Or</i>.9.189c, τῷ φορυτῷ τῶν φροντίδων τούτων ἀπειλημμένοι καὶ ἐγκατορωρυγμένοι Chrys.M.63.462.
}}
}}

Revision as of 12:27, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκατορύσσω Medium diacritics: ἐγκατορύσσω Low diacritics: εγκατορύσσω Capitals: ΕΓΚΑΤΟΡΥΣΣΩ
Transliteration A: enkatorýssō Transliteration B: enkatoryssō Transliteration C: egkatorysso Beta Code: e)gkatoru/ssw

English (LSJ)

Att. ἐγκατορύττω, bury in:—Pass., ἐγκατωρύχθαι τὴν ψυχὴν ἐν τῷ σώματι D.H.Rh.6.5, cf. Jul.Or.6.189c.

German (Pape)

[Seite 706] darin vergraben, D. Hal. rhet. 5 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκατορύσσω: Ἀττ. -ττω, θάπτω ἔν τινι τόπῳ, Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 6. 5.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. -ττω

• Morfología: [perf. med. ἐγκατωρυγμένος Hippol.Haer.5.8.23]
1 tr. enterrar, encerrar, ocultar fig. ᾧ (τὸ σῶμα) τὴν παναθλίαν ψυχὴν ἐγκατώρυξαν Ph.Fr.Gen.1.70, τὸν νοῦν ... τῇ κοιλίᾳ Clem.Al.Paed.2.1.18, cf. Clem.Al.Strom.7.15.92, Origenes M.17.141A, (ψυχάς) τῷ τῆς ἀσεβείας ... βαράθρῳ CCP (536) Act.14 (p.41.35).
2 intr. en v. med. enterrarse, ocultarse ἐν τοῖς βάθεσι τῆς γῆς CCP (536) Act.14 (p.42.3)
fig., en perf. estar enterrado o encerrado ἡ ψυχὴ ἐν τῷ σώματι D.H.Rh.6.5, cf. Hippol.l.c., Haer.6.25.4, Iul.Or.9.189c, τῷ φορυτῷ τῶν φροντίδων τούτων ἀπειλημμένοι καὶ ἐγκατορωρυγμένοι Chrys.M.63.462.