ὀδοντοτύραννος: Difference between revisions
From LSJ
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
(6_14) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀδοντοτύραννος''': ὁ, [[σκώληξ]] τις ἐν τῷ Ἰνδῷ ἢ τῷ Γάγγῃ ποταμῷ, ἴδε Αἰλ. π. Ζ. 5. 3. | |lstext='''ὀδοντοτύραννος''': ὁ, [[σκώληξ]] τις ἐν τῷ Ἰνδῷ ἢ τῷ Γάγγῃ ποταμῷ, ἴδε Αἰλ. π. Ζ. 5. 3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀδοντοτύραννος]], ὁ (Α)<br />ζώο μεγάλου μεγέθους, πιθ. [[κροκόδειλος]], το οποίο ζούσε στον Ινδό ή στον Γάγγη ποταμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀδούς]], <i>ὀδόντος</i> <span style="color: red;">+</span> [[τύραννος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:07, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῠ], ὁ, a large animal, prob.
A crocodile, in the Indus or Ganges, Ps.-Callisth.3.10.
German (Pape)
[Seite 293] ὁ, der Großzahn, ein Wurm am Indus oder Ganges, Ael. H. A. 5, 3 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀδοντοτύραννος: ὁ, σκώληξ τις ἐν τῷ Ἰνδῷ ἢ τῷ Γάγγῃ ποταμῷ, ἴδε Αἰλ. π. Ζ. 5. 3.
Greek Monolingual
ὀδοντοτύραννος, ὁ (Α)
ζώο μεγάλου μεγέθους, πιθ. κροκόδειλος, το οποίο ζούσε στον Ινδό ή στον Γάγγη ποταμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + τύραννος.