χιονόβατος: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
(6_16)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χιονόβᾰτος''': -ον, [[ἔνθα]] βαίνει τις ἐπὶ χιόνων, χιονοσκέπαστος, χιονόβατα εἴη ἂν τὰ Αἰθιόπων ὄρεα Ἀρριαν. Ἰνδικ. 6· ἀλλὰ πιθανῶς διορθωτέον χιονόβολα.
|lstext='''χιονόβᾰτος''': -ον, [[ἔνθα]] βαίνει τις ἐπὶ χιόνων, χιονοσκέπαστος, χιονόβατα εἴη ἂν τὰ Αἰθιόπων ὄρεα Ἀρριαν. Ἰνδικ. 6· ἀλλὰ πιθανῶς διορθωτέον χιονόβολα.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />εσφ. γρφ. του [[χιονόβλητος]].
}}
}}

Revision as of 13:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῐονόβᾰτος Medium diacritics: χιονόβατος Low diacritics: χιονόβατος Capitals: ΧΙΟΝΟΒΑΤΟΣ
Transliteration A: chionóbatos Transliteration B: chionobatos Transliteration C: chionovatos Beta Code: xiono/batos

English (LSJ)

ον,

   A f.l. for -βλητος, ὄρεα Arr.Ind.6.7.

German (Pape)

[Seite 1356] wo man im Schnee geht, ὄρεα, Arr. lndic. 6.

Greek (Liddell-Scott)

χιονόβᾰτος: -ον, ἔνθα βαίνει τις ἐπὶ χιόνων, χιονοσκέπαστος, χιονόβατα εἴη ἂν τὰ Αἰθιόπων ὄρεα Ἀρριαν. Ἰνδικ. 6· ἀλλὰ πιθανῶς διορθωτέον χιονόβολα.

Greek Monolingual

-ον, Α
εσφ. γρφ. του χιονόβλητος.