ἡμικόγγιον: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(6_22)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡμικόγγιον''': τό, ὁ [[ἥμισυς]] κόγγιος, Διοσκ. παρὰ Γαλην. 13. 984.
|lstext='''ἡμικόγγιον''': τό, ὁ [[ἥμισυς]] κόγγιος, Διοσκ. παρὰ Γαλην. 13. 984.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡμικόγγιον]], τὸ (Α)<br />[[μισός]] κόγγιος, [[μέτρο]] χωρητικότητας τριών ξεστών, ημίχουν, [[μισός]] [[χοεύς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>κόγγιος</i> «[[μέτρο]] υγρών και δημητριακών»].
}}
}}

Revision as of 06:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμικόγγιον Medium diacritics: ἡμικόγγιον Low diacritics: ημικόγγιον Capitals: ΗΜΙΚΟΓΓΙΟΝ
Transliteration A: hēmikóngion Transliteration B: hēmikongion Transliteration C: imikoggion Beta Code: h(miko/ggion

English (LSJ)

τό,

   A half-congius, Dsc. ap. Gal.19.776.

German (Pape)

[Seite 1168] τό, ein halber congius, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμικόγγιον: τό, ὁ ἥμισυς κόγγιος, Διοσκ. παρὰ Γαλην. 13. 984.

Greek Monolingual

ἡμικόγγιον, τὸ (Α)
μισός κόγγιος, μέτρο χωρητικότητας τριών ξεστών, ημίχουν, μισός χοεύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + κόγγιος «μέτρο υγρών και δημητριακών»].