Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἁμαρτῆ: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(6_9)
(Autenrieth)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁμαρτῆ''': ἢ ἁμαρτῇ [ᾰμ], ἐπίρρ. = [[ὁμοῦ]], κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον, ἀμέσως, Ἰλ. Ε. 656, Ὀδ. Χ. 81, Σόλων 33. 4. Ὡσαύτως παρ’ Ἡσυχ. ἁμαρτήδην, [[ὁμοῦ]]. Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ ἴδε Spitzn. Excuts. XII. εἰς Ἰλιάδα: - ὁμαρτῆ ἢ -τῇ [[εἶναι]] διάφ. γραφή. (Ὡς πρὸς τὴν παραγωγὴν τὸ ἁμ- [[εἶναι]] ἡ αὐτὴ [[ῥίζα]] οἵα καὶ ἡ τοῦ ἅμα, [[ὁμοῦ]]: περὶ τοῦ δευτέρου μέρους ἴδε ἐν λ. *ἄρω).
|lstext='''ἁμαρτῆ''': ἢ ἁμαρτῇ [ᾰμ], ἐπίρρ. = [[ὁμοῦ]], κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον, ἀμέσως, Ἰλ. Ε. 656, Ὀδ. Χ. 81, Σόλων 33. 4. Ὡσαύτως παρ’ Ἡσυχ. ἁμαρτήδην, [[ὁμοῦ]]. Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ ἴδε Spitzn. Excuts. XII. εἰς Ἰλιάδα: - ὁμαρτῆ ἢ -τῇ [[εἶναι]] διάφ. γραφή. (Ὡς πρὸς τὴν παραγωγὴν τὸ ἁμ- [[εἶναι]] ἡ αὐτὴ [[ῥίζα]] οἵα καὶ ἡ τοῦ ἅμα, [[ὁμοῦ]]: περὶ τοῦ δευτέρου μέρους ἴδε ἐν λ. *ἄρω).
}}
{{Autenrieth
|auten=([[ἅμα]], [[root]] αρ): at [[once]], [[together]].
}}
}}

Revision as of 15:22, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁμαρτῆ Medium diacritics: ἁμαρτῆ Low diacritics: αμαρτή Capitals: ΑΜΑΡΤΗ
Transliteration A: hamartē̂ Transliteration B: hamartē Transliteration C: amarti Beta Code: a(marth=

English (LSJ)

or ἁμαρτῆ (

   A -τή Aristarch.) [ᾰμ], Adv. together, at same time, at once, Il.5.656, Od.22.81, Sol.33.4. ἁμαρτήδην, Adv. = foreg., Sch.Il.21.162, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἁμαρτῆ: ἢ ἁμαρτῇ [ᾰμ], ἐπίρρ. = ὁμοῦ, κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον, ἀμέσως, Ἰλ. Ε. 656, Ὀδ. Χ. 81, Σόλων 33. 4. Ὡσαύτως παρ’ Ἡσυχ. ἁμαρτήδην, ὁμοῦ. Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ ἴδε Spitzn. Excuts. XII. εἰς Ἰλιάδα: - ὁμαρτῆ ἢ -τῇ εἶναι διάφ. γραφή. (Ὡς πρὸς τὴν παραγωγὴν τὸ ἁμ- εἶναι ἡ αὐτὴ ῥίζα οἵα καὶ ἡ τοῦ ἅμα, ὁμοῦ: περὶ τοῦ δευτέρου μέρους ἴδε ἐν λ. *ἄρω).

English (Autenrieth)

(ἅμα, root αρ): at once, together.