ἁμαρτῆ: Difference between revisions
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
(6_9) |
(Autenrieth) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἁμαρτῆ''': ἢ ἁμαρτῇ [ᾰμ], ἐπίρρ. = [[ὁμοῦ]], κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον, ἀμέσως, Ἰλ. Ε. 656, Ὀδ. Χ. 81, Σόλων 33. 4. Ὡσαύτως παρ’ Ἡσυχ. ἁμαρτήδην, [[ὁμοῦ]]. Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ ἴδε Spitzn. Excuts. XII. εἰς Ἰλιάδα: - ὁμαρτῆ ἢ -τῇ [[εἶναι]] διάφ. γραφή. (Ὡς πρὸς τὴν παραγωγὴν τὸ ἁμ- [[εἶναι]] ἡ αὐτὴ [[ῥίζα]] οἵα καὶ ἡ τοῦ ἅμα, [[ὁμοῦ]]: περὶ τοῦ δευτέρου μέρους ἴδε ἐν λ. *ἄρω). | |lstext='''ἁμαρτῆ''': ἢ ἁμαρτῇ [ᾰμ], ἐπίρρ. = [[ὁμοῦ]], κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον, ἀμέσως, Ἰλ. Ε. 656, Ὀδ. Χ. 81, Σόλων 33. 4. Ὡσαύτως παρ’ Ἡσυχ. ἁμαρτήδην, [[ὁμοῦ]]. Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ ἴδε Spitzn. Excuts. XII. εἰς Ἰλιάδα: - ὁμαρτῆ ἢ -τῇ [[εἶναι]] διάφ. γραφή. (Ὡς πρὸς τὴν παραγωγὴν τὸ ἁμ- [[εἶναι]] ἡ αὐτὴ [[ῥίζα]] οἵα καὶ ἡ τοῦ ἅμα, [[ὁμοῦ]]: περὶ τοῦ δευτέρου μέρους ἴδε ἐν λ. *ἄρω). | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=([[ἅμα]], [[root]] αρ): at [[once]], [[together]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:22, 15 August 2017
English (LSJ)
or ἁμαρτῆ (
A -τή Aristarch.) [ᾰμ], Adv. together, at same time, at once, Il.5.656, Od.22.81, Sol.33.4. ἁμαρτήδην, Adv. = foreg., Sch.Il.21.162, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμαρτῆ: ἢ ἁμαρτῇ [ᾰμ], ἐπίρρ. = ὁμοῦ, κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον, ἀμέσως, Ἰλ. Ε. 656, Ὀδ. Χ. 81, Σόλων 33. 4. Ὡσαύτως παρ’ Ἡσυχ. ἁμαρτήδην, ὁμοῦ. Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ ἴδε Spitzn. Excuts. XII. εἰς Ἰλιάδα: - ὁμαρτῆ ἢ -τῇ εἶναι διάφ. γραφή. (Ὡς πρὸς τὴν παραγωγὴν τὸ ἁμ- εἶναι ἡ αὐτὴ ῥίζα οἵα καὶ ἡ τοῦ ἅμα, ὁμοῦ: περὶ τοῦ δευτέρου μέρους ἴδε ἐν λ. *ἄρω).