γονατώδης: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
(big3_10) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γονᾰτώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[πλήρης]] κόμβων ἢ ἁρμῶν, [[οἷον]] [[χόρτος]], κάλαμος, κτλ., Θεόφρ. Ἱ. Φ. 1. 5, 3, Διοσκ. 4. 30. | |lstext='''γονᾰτώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[πλήρης]] κόμβων ἢ ἁρμῶν, [[οἷον]] [[χόρτος]], κάλαμος, κτλ., Θεόφρ. Ἱ. Φ. 1. 5, 3, Διοσκ. 4. 30. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ες<br />bot. [[nudoso]] κάλαμος Thphr.<i>HP</i> 1.5.3, cf. Dsc.1.1, 4.29. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 21 August 2017
English (LSJ)
ες,
A with joints, Thphr.HP 1.5.3, Dsc.1.1,4.29.
German (Pape)
[Seite 501] ες, mit Knieen, Knoten, wie Rohr u. Halmgewächse, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
γονᾰτώδης: -ες, (εἶδος) πλήρης κόμβων ἢ ἁρμῶν, οἷον χόρτος, κάλαμος, κτλ., Θεόφρ. Ἱ. Φ. 1. 5, 3, Διοσκ. 4. 30.
Spanish (DGE)
-ες
bot. nudoso κάλαμος Thphr.HP 1.5.3, cf. Dsc.1.1, 4.29.