καλλιαστράγαλος: Difference between revisions

From LSJ

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224
(6_17)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καλλιαστράγαλος''': -ον, ἔχων καλούς, κομψοὺς ἀστραγάλους, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 33.
|lstext='''καλλιαστράγαλος''': -ον, ἔχων καλούς, κομψοὺς ἀστραγάλους, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 33.
}}
{{grml
|mltxt=[[καλλιαστράγαλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει κομψούς αστραγάλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[αστράγαλος]]].
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐαστράγᾰλος Medium diacritics: καλλιαστράγαλος Low diacritics: καλλιαστράγαλος Capitals: ΚΑΛΛΙΑΣΤΡΑΓΑΛΟΣ
Transliteration A: kalliastrágalos Transliteration B: kalliastragalos Transliteration C: kalliastragalos Beta Code: kalliastra/galos

English (LSJ)

[ᾰγ], ον,

   A with fine ankle, Arist.HA499b22.

German (Pape)

[Seite 1309] mit schönen Knöcheln, Arist. H. A. 2, 1.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιαστράγαλος: -ον, ἔχων καλούς, κομψοὺς ἀστραγάλους, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 33.

Greek Monolingual

καλλιαστράγαλος, -ον (Α)
αυτός που έχει κομψούς αστραγάλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + αστράγαλος].