μεγαλόφιλος: Difference between revisions
From LSJ
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
(6_17) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεγᾰλόφῐλος''': -ον, ὁ ἔχων μεγάλους φίλους, Παύλ. Ἀλεξ. Ἀποτελ. σ. 50. | |lstext='''μεγᾰλόφῐλος''': -ον, ὁ ἔχων μεγάλους φίλους, Παύλ. Ἀλεξ. Ἀποτελ. σ. 50. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μεγαλόφιλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει σπουδαίους φίλους. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:47, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A having great friends, Paul.Al.N.2, Cat.Cod. Astr.8(4).136.
German (Pape)
[Seite 108] große Freunde habend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλόφῐλος: -ον, ὁ ἔχων μεγάλους φίλους, Παύλ. Ἀλεξ. Ἀποτελ. σ. 50.
Greek Monolingual
μεγαλόφιλος, -ον (Α)
αυτός που έχει σπουδαίους φίλους.