ὀγκόφωνος: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173
(6_16)
(28)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀγκόφωνος''': -ον, = [[βαρύφθογγος]], Σχόλ. Βικτ. εἰς Ἰλ. Σ. 219.
|lstext='''ὀγκόφωνος''': -ον, = [[βαρύφθογγος]], Σχόλ. Βικτ. εἰς Ἰλ. Σ. 219.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀγκόφωνος]], -ον (Α)<br />(για τη [[σάλπιγγα]]) αυτός που έχει βαθύ τόνο, βαθύφθογγος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄγκος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), <b>πρβλ.</b> <i>υψί</i>-<i>φωνος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀγκόφωνος Medium diacritics: ὀγκόφωνος Low diacritics: ογκόφωνος Capitals: ΟΓΚΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: onkóphōnos Transliteration B: onkophōnos Transliteration C: ogkofonos Beta Code: o)gko/fwnos

English (LSJ)

ον,

   A hollow-toned, of a trumpet, Sch.T Il.18.219.

Greek (Liddell-Scott)

ὀγκόφωνος: -ον, = βαρύφθογγος, Σχόλ. Βικτ. εἰς Ἰλ. Σ. 219.

Greek Monolingual

ὀγκόφωνος, -ον (Α)
(για τη σάλπιγγα) αυτός που έχει βαθύ τόνο, βαθύφθογγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄγκος (Ι) + -φωνος (< φωνή), πρβλ. υψί-φωνος].