δυσαπόδεικτος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink
(6_16) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσαπόδεικτος''': -ον, δυσκόλως ἀποδεικνυόμενος, Πλάτ. Πολ. 487Ε. | |lstext='''δυσαπόδεικτος''': -ον, δυσκόλως ἀποδεικνυόμενος, Πλάτ. Πολ. 487Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />difficile à démontrer.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἀποδείκνυμι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A hard to demonstrate, Pl.R.488a.
German (Pape)
[Seite 676] schwer zu beweisen, Plat. Rep. VI, 487 e.
Greek (Liddell-Scott)
δυσαπόδεικτος: -ον, δυσκόλως ἀποδεικνυόμενος, Πλάτ. Πολ. 487Ε.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à démontrer.
Étymologie: δυσ-, ἀποδείκνυμι.