ἱππόφλομος: Difference between revisions
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
(6_14) |
(18) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱππόφλομος''': ὁ, [[εἶδος]] μεγάλου φλόμου (verbascum), Πλίν. 25. 94. | |lstext='''ἱππόφλομος''': ὁ, [[εἶδος]] μεγάλου φλόμου (verbascum), Πλίν. 25. 94. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἱππόφλομος]], ὁ (Α)<br />το [[φυτό]] [[άτροπος]] η δελεαστική, [[είδος]] μεγάλου φλόμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φλόμος]] «<i>το</i> [[φυτό]] βερμπάσκον»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:37, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A giant φλόμος, i.e. belladonna, Atropa belladonna, Plin.HN25.148.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππόφλομος: ὁ, εἶδος μεγάλου φλόμου (verbascum), Πλίν. 25. 94.
Greek Monolingual
ἱππόφλομος, ὁ (Α)
το φυτό άτροπος η δελεαστική, είδος μεγάλου φλόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + φλόμος «το φυτό βερμπάσκον»].