δρυοβάλανος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
(6_9) |
(big3_12) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δρυοβάλανος''': ἡ, [[βάλανος]] δρυός, «βαλανίδι», Στράβων 734. | |lstext='''δρυοβάλανος''': ἡ, [[βάλανος]] δρυός, «βαλανίδι», Στράβων 734. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, ὁ [[bellota]] Str.15.3.18<br /><b class="num">•</b>en sent. colect. τὰ δύο μέρη τοῦ ἔτους δρυοβαλάνῳ χρῶνται Str.3.3.7. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:06, 21 August 2017
English (LSJ)
[βᾰ], ἡ,
A acorn, Str.15.3.18: sg. in collect. sense, Id.3.3.7.
German (Pape)
[Seite 669] ἡ, die Eichel, Strab. III p. 155.
Greek (Liddell-Scott)
δρυοβάλανος: ἡ, βάλανος δρυός, «βαλανίδι», Στράβων 734.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ bellota Str.15.3.18
•en sent. colect. τὰ δύο μέρη τοῦ ἔτους δρυοβαλάνῳ χρῶνται Str.3.3.7.