εὐπράγημα: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
(6_21)
(15)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐπράγημα''': τό, [[ἐπιτυχία]] ἐν πολέμῳ, πολεμικὸν [[κατόρθωμα]], Ἀππ. Καρχηδ. 4, Ἐμφυλ. 1. 51.
|lstext='''εὐπράγημα''': τό, [[ἐπιτυχία]] ἐν πολέμῳ, πολεμικὸν [[κατόρθωμα]], Ἀππ. Καρχηδ. 4, Ἐμφυλ. 1. 51.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐπράγημα]], τὸ (Α) [[ευπραγώ]]<br /><b>1.</b> επιτυχημένη [[έκβαση]], [[επιτυχία]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ εὐπραγήματα</i><br />τα πολεμικά κατορθώματα.
}}
}}

Revision as of 06:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπρᾱγημα Medium diacritics: εὐπράγημα Low diacritics: ευπράγημα Capitals: ΕΥΠΡΑΓΗΜΑ
Transliteration A: euprágēma Transliteration B: eupragēma Transliteration C: efpragima Beta Code: eu)pra/ghma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A a success, in war, in pl., App. Pun.4, BC1.51: generally, Sch.Pi.I.3.1.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπράγημα: τό, ἐπιτυχία ἐν πολέμῳ, πολεμικὸν κατόρθωμα, Ἀππ. Καρχηδ. 4, Ἐμφυλ. 1. 51.

Greek Monolingual

εὐπράγημα, τὸ (Α) ευπραγώ
1. επιτυχημένη έκβαση, επιτυχία
2. στον πληθ. τὰ εὐπραγήματα
τα πολεμικά κατορθώματα.