ἡμικοτύλη: Difference between revisions
From LSJ
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh
(6_22) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἡμικοτύλη''': ῠ, ἡ, [[ἡμίσεια]] [[κοτύλη]], Ἱππ. 586. 8. | |lstext='''ἡμικοτύλη''': ῠ, ἡ, [[ἡμίσεια]] [[κοτύλη]], Ἱππ. 586. 8. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἡμικοτύλη]], ἡ (Α)<br />μισή [[κοτύλη]], [[μέτρο]] χωρητικότητας υγρών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κοτύλη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:35, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῠ], ἡ,
A half-κοτύλη, POxy.1142.2 (iii A.D.), v.l. in Hp.Nat.Mul.107, Hero Spir.2.30.
German (Pape)
[Seite 1168] ἡ, eine halbe κοτύλη, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμικοτύλη: ῠ, ἡ, ἡμίσεια κοτύλη, Ἱππ. 586. 8.
Greek Monolingual
ἡμικοτύλη, ἡ (Α)
μισή κοτύλη, μέτρο χωρητικότητας υγρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + κοτύλη.