Παλλήνη: Difference between revisions

From LSJ

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
(6_9)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Παλλήνη''': ἡ, [[χερσόνησος]] καὶ [[πόλις]] τῆς Χαλκιδικῆς, Ἡρόδ. 7. 123, Θουκ., κλ.· ὁ Μακεδον. [[τύπος]] ἦτο Βαλλήνη, Εὐστ. 1618. 45 ([[ὅθεν]] τὸ λογοπαίγνιον Βαλλήναδε ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 234, ἴδε Σχόλ.). ΙΙ. δῆμός τις τῆς Ἀττικῆς· Παλληνεύς, ὁ, [[κάτοικος]] [[αὐτοῦ]], Ἁρποκρ.· θηλ. Παλληνὶς [[Ἀθηνᾶ]] Ἡρόδ. 1. 62· Παλλήνᾰδε, εἰς τὴν Παλλήνην, ἴδε ἀνωτ. Ι.
|lstext='''Παλλήνη''': ἡ, [[χερσόνησος]] καὶ [[πόλις]] τῆς Χαλκιδικῆς, Ἡρόδ. 7. 123, Θουκ., κλ.· ὁ Μακεδον. [[τύπος]] ἦτο Βαλλήνη, Εὐστ. 1618. 45 ([[ὅθεν]] τὸ λογοπαίγνιον Βαλλήναδε ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 234, ἴδε Σχόλ.). ΙΙ. δῆμός τις τῆς Ἀττικῆς· Παλληνεύς, ὁ, [[κάτοικος]] [[αὐτοῦ]], Ἁρποκρ.· θηλ. Παλληνὶς [[Ἀθηνᾶ]] Ἡρόδ. 1. 62· Παλλήνᾰδε, εἰς τὴν Παλλήνην, ἴδε ἀνωτ. Ι.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />Pallènè :<br /><b>1</b> <i>péninsule de Macédoine</i>;<br /><b>2</b> <i>dème attique de la tribu Antiochide</i>.<br />'''Étymologie:'''.
}}
}}

Revision as of 20:05, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Παλλήνη Medium diacritics: Παλλήνη Low diacritics: Παλλήνη Capitals: ΠΑΛΛΗΝΗ
Transliteration A: Pallḗnē Transliteration B: Pallēnē Transliteration C: Pallini Beta Code: *pallh/nh

English (LSJ)

ἡ, a peninsula and town of Chalcidice, Hdt.7.123, Th.1.56, etc.; Maced. Βαλλήνη Eust. 1618.45 (whence the joke on Βαλλήναδε in Ar.Ach.234, v. Sch. ad loc.).    II an Attic deme; Παλληνεύς, ὁ, an inhabitant there of, Harp.; fem. Παλληνὶς Ἀθηναίη, Hdt.1.62, cf. IG12.310.189; Παλλήνᾰδε, to Pallene, v. supr. 1.

Greek (Liddell-Scott)

Παλλήνη: ἡ, χερσόνησος καὶ πόλις τῆς Χαλκιδικῆς, Ἡρόδ. 7. 123, Θουκ., κλ.· ὁ Μακεδον. τύπος ἦτο Βαλλήνη, Εὐστ. 1618. 45 (ὅθεν τὸ λογοπαίγνιον Βαλλήναδε ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 234, ἴδε Σχόλ.). ΙΙ. δῆμός τις τῆς Ἀττικῆς· Παλληνεύς, ὁ, κάτοικος αὐτοῦ, Ἁρποκρ.· θηλ. Παλληνὶς Ἀθηνᾶ Ἡρόδ. 1. 62· Παλλήνᾰδε, εἰς τὴν Παλλήνην, ἴδε ἀνωτ. Ι.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
Pallènè :
1 péninsule de Macédoine;
2 dème attique de la tribu Antiochide.
Étymologie:.