τρυφάλη: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(6_9) |
(42) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρῠφάλη''': ἡ, = [[τρυφάλεια]], «[[τρυφάλη]]· περικεφαλαία, [[τρεῖς]] ἔχουσα λαμπροὺς ἀστέρας, ἢ ἥλους» Ἡσύχ. | |lstext='''τρῠφάλη''': ἡ, = [[τρυφάλεια]], «[[τρυφάλη]]· περικεφαλαία, [[τρεῖς]] ἔχουσα λαμπροὺς ἀστέρας, ἢ ἥλους» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[περικεφαλαία]], τρεῑς ἔχουσα λαμπροὺς ἀστέρας, ἢ ἥλους».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. [[τρυφάλεια]], [[κατά]] τα θηλ. σε -<i>η</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:47, 29 September 2017
English (LSJ)
περικεφαλαία, τρεῖς ἔχουσα λαμπροὺς ἀστέρας, ἢ ἥλους, Hsch. τρυφαλίς,
A v. τροφαλίς.
Greek (Liddell-Scott)
τρῠφάλη: ἡ, = τρυφάλεια, «τρυφάλη· περικεφαλαία, τρεῖς ἔχουσα λαμπροὺς ἀστέρας, ἢ ἥλους» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «περικεφαλαία, τρεῑς ἔχουσα λαμπροὺς ἀστέρας, ἢ ἥλους».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. τρυφάλεια, κατά τα θηλ. σε -η].