ψευδόπλουτος: Difference between revisions

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
(6_18)
(47c)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψευδόπλουτος''': -ον, ὁ προσποιούμενος τὸν πλούσιον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 823.
|lstext='''ψευδόπλουτος''': -ον, ὁ προσποιούμενος τὸν πλούσιον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 823.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που παριστάνει τον πλούσιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ψευδ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πλοῦτος]], <b>[[πρβλ]].</b> <i>νεό</i>-<i>πλουτος</i>].
}}
}}

Revision as of 06:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψευδόπλουτος Medium diacritics: ψευδόπλουτος Low diacritics: ψευδόπλουτος Capitals: ΨΕΥΔΟΠΛΟΥΤΟΣ
Transliteration A: pseudóploutos Transliteration B: pseudoploutos Transliteration C: psevdoploutos Beta Code: yeudo/ploutos

English (LSJ)

ον,

   A feigned to be rich, Sch.Ar.V.457.

German (Pape)

[Seite 1395] vorgeblich reich, Schol. Ar. Vesp. 451 Ach. 823.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδόπλουτος: -ον, ὁ προσποιούμενος τὸν πλούσιον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 823.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που παριστάνει τον πλούσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + πλοῦτος, πρβλ. νεό-πλουτος].