ἡμιξύρητος: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
(6_15)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡμιξύρητος''': -ον, (ξῠράω) κατὰ τὸ ἥμισυ ἐξυρημένος, Διογ. Λ. 6. 33.
|lstext='''ἡμιξύρητος''': -ον, (ξῠράω) κατὰ τὸ ἥμισυ ἐξυρημένος, Διογ. Λ. 6. 33.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡμιξύρητος]], -ον (Α)<br />εν μέρει, [[κακώς]], ατελώς ξυρισμένος, μισοξυρισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ξυρητός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ξυρώ]] «[[ξυρίζω]]»)].
}}
}}

Revision as of 06:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμιξύρητος Medium diacritics: ἡμιξύρητος Low diacritics: ημιξύρητος Capitals: ΗΜΙΞΥΡΗΤΟΣ
Transliteration A: hēmixýrētos Transliteration B: hēmixyrētos Transliteration C: imiksyritos Beta Code: h(micu/rhtos

English (LSJ)

[ῠ], ον, (ξῠράω)

   A half-shorn, D.L.6.33.

German (Pape)

[Seite 1169] halb geschoren, D. L. 6, 33.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιξύρητος: -ον, (ξῠράω) κατὰ τὸ ἥμισυ ἐξυρημένος, Διογ. Λ. 6. 33.

Greek Monolingual

ἡμιξύρητος, -ον (Α)
εν μέρει, κακώς, ατελώς ξυρισμένος, μισοξυρισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -ξυρητός (< ξυρώ «ξυρίζω»)].