ἐπίβλεψις: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
(6_8) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίβλεψις''': -εως, ἡ, τὸ προσβλέπειν, τὸ θεᾶσθαι, παρατηρεῖν, Πλουτ. Φιλοπ. 11, Νικ. 25 κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ τοῦ ναοῦ, Ἀριστ. Ἀναλ. Πρ. 1. 29, 1 κ. ἀλλ. | |lstext='''ἐπίβλεψις''': -εως, ἡ, τὸ προσβλέπειν, τὸ θεᾶσθαι, παρατηρεῖν, Πλουτ. Φιλοπ. 11, Νικ. 25 κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ τοῦ ναοῦ, Ἀριστ. Ἀναλ. Πρ. 1. 29, 1 κ. ἀλλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />action de jeter les yeux sur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιβλέπω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A looking at, τοῦ θεάτρου εἴς τινα Plu.Phil.11; view, ἔργου Id.Nic.25, al. 2. of the mind, inquiry, Arist.APr.45b19, 45a17 (pl.), Epicur.Ep.1p.3U., Porph.Abst.1.41. 3. Astrol., being in aspect, Procl.Par.Ptol.166.
German (Pape)
[Seite 929] ἡ, das Daraufhinsehen, Besehen, Arist. anal. pr. 1, 29; Plut.; Betrachtung, Epicur. bei D. L. 10, 35.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίβλεψις: -εως, ἡ, τὸ προσβλέπειν, τὸ θεᾶσθαι, παρατηρεῖν, Πλουτ. Φιλοπ. 11, Νικ. 25 κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ τοῦ ναοῦ, Ἀριστ. Ἀναλ. Πρ. 1. 29, 1 κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de jeter les yeux sur.
Étymologie: ἐπιβλέπω.